Λέξεις Γιάννης Καραμήτσιος και Ευαγγελία Τζιάκα
Η Θεσσαλονίκη ζει σε μία περίοδο έξαρσης της οπαδικής βίας. Από το 2017 μέχρι φέτος καταγράφηκαν, μόνο στους δρόμους της πόλης, τουλάχιστον 11 σοβαρά περιστατικά, με το πιο πρόσφατο στον φετινό Αύγουστο. Τα περισσότερα από αυτά περιλάμβαναν συμπλοκές, μαχαιρώματα, πυροβολισμούς. Δυστυχώς είχαμε και τρεις νεκρούς: τον Νάσο Κωνσταντίνου (2017), τον Tόσκο Μποζατζίσκι (2020) και τον Άλκη Καμπανό (2022). Ο θάνατος του τελευταίου προκάλεσε τη μεγαλύτερη αίσθηση στο πανελλήνιο, λόγω της πρωτοφανούς και απρόκλητης αγριότητας.
Ακόμη, σημειώθηκαν πολλά βίαια επεισόδια στα γήπεδα με εμπλοκή των οπαδών από ομάδες της πόλης. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε τον τελικό του κυπέλλου το 2017 στο Βόλο, τη διακοπή του ντέρμπι ΑΕΚ – ΠΑΟΚ το 2018 και τον τελικό του κυπέλλου του 2022 στο ΟΑΚΑ.
Τα αίτια αυτής της μορφής βίας συνδέονται βεβαίως με ευρύτερα κοινωνικά θέματα. Ωστόσο στη Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι και παράγοντες που συντελούν στην έξαρση της οπαδικής βίας.
Η ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης
Ελάχιστες πόλεις στον κόσμο πρέπει να έχουν τόση εμμονή με τους ποδοσφαιρικούς –και παλαιότερα μπασκετικούς- συλλόγους τους. Στη Θεσσαλονίκη κάποτε λειτουργούσαν ταυτοχρόνως μέχρι και πέντε αμιγώς αθλητικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί στα FM – ασφαλώς παγκόσμιο ρεκόρ για οποιαδήποτε πόλη. Σήμερα λειτουργούν δύο τέτοιοι σταθμοί στα FM και κάποιοι ακόμη διαδικτυακά, κάτι το οποίο επίσης πρέπει να αποτελεί διεθνή μοναδικότητα. Οι συζητήσεις για τα αθλητικά είναι πολύ συχνές ανάμεσα στους νέους αλλά και τους μεγαλύτερους. Η λατρεία για τον ΠΑΟΚ, τον Άρη και τον Ηρακλή παραμένει χαρακτηριστική. Είναι δύσκολο να τα ποσοτικοποιήσουμε όλα αυτά, αλλά παρόμοια εμμονή δεν παρατηρείται τόσο μαζικά στην Αθήνα (παρά τα σοβαρά θέματα βίας που παρατηρούνται και εκεί).
Δεν μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε εύκολα γιατί αυτό συμβαίνει ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Μία εξήγηση μπορεί να αποδοθεί στον ισχυρό συμβολισμό που ανέπτυξε αρχικά ο ΠΑΟΚ στη δεκαετία του 1970, ως η πρώτη ομάδα που αμφισβήτησε το αθηναϊκό κατεστημένο στο ποδόσφαιρο. Συσπείρωσε έτσι όλο το παράπονο μιας πόλης που θεωρούσε τον εαυτό της περιθωριοποιημένο. Επίσης ο συμβολισμός του ΠΑΟΚ ως λαϊκή ομάδα της προσφυγιάς, σε αντίθεση με τον πιο «αστό» Άρη, δημιούργησε μια έντονη ταυτοτική αντίθεση εντός της πόλης. Έτσι λοιπόν αναπτύχθηκε μια κόντρα, ήδη από τη δεκαετία του 1970. Αυτή η κόντρα, μέσα από τους οπαδικούς συνδέσμους, τα τοπικά ΜΜΕ και τους αθλητικούς παράγοντες,απέκτησε έναν πιο τοξικό χαρακτήρα με ρητορική μίσους, ανορθολογική αντιπαλότητα και προκαταλήψεις. Όλα αυτά βρήκαν αντανάκλαση στα γήπεδα και στους δρόμους. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε ήδη τον πρώτο νεκρό το 1983, όταν οπαδοί του Άρη μαχαίρωσαν έναν νεαρό που τους ρώτησε για το σκορ ενός αγώνα στον οποίον ηττήθηκαν.
Έκτοτε η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει. Μερικοί οπαδικοί σύνδεσμοι γιγαντώθηκαν και αυτονομήθηκαν αναπτύσσοντας τη δική τους ταυτότητα. Κατέληξαν να γίνουν μικροί στρατοί που συχνά μετατράπηκαν σε καταφύγια αλητείας, περιθωρίου και εγκληματικότητας. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που η αστυνομία,σε εφόδους που έκανε κατά καιρούς,βρήκε στους χώρους τουςκανονικά οπλοστάσια. Από το τέλος της δεκαετίας του 1990, κάποιοι από αυτούς τους συνδέσμους απέκτησαν μικρόφωνο στα ραδιόφωνα, αυξάνοντας έτσι το κοινωνικό αλλά και πολιτικό τους αποτύπωμα με λούμπεν φρασεολογία, ρητορική μίσους και δαιμονοποίηση των αντιπάλων τους. Αντίστοιχη φιλοξενία βρήκαν και σε τοπικά τηλεοπτικά κανάλια, όπου οι μεταμεσονύκτιες εκπομπές τους κυμάνθηκαν ανάμεσα στο γραφικό και το επικίνδυνο.
Ακόμα όμως και σε αυτό το θέμα, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί πρωτοτυπία καθώς τα ίδια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στην Αθήνα. Θα μπορούσαμε να ανταπαντήσουμε ότι η πυκνότητα και η ένταση αυτών των φαινομένων ήταν και είναι μεγαλύτερη στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη πέντε φορές μικρότερη από την Αθήνα. Η νεολαία εδώ έχει σίγουρα λιγότερες επιλογές για έναν πιο ποιοτικό προσανατολισμό. Απουσιάζουν οι μεγάλοι τοπικοί καλλιτέχνες, οι λογοτέχνες και οι άλλες μορφές που παρουσίαζαν κάποτε ένα διαφορετικό πρότυπο. Απουσιάζουν τα σημαντικά ιδρύματα, τα στέκια πολιτισμού και οι θεσμοί που θα ενέπνεαν μια μεγάλη μάζα νέων. Ακόμα και ο πολιτικός κόσμος δεν έχει τη λάμψη που είχε κάποτε – για παράδειγμα, μόνο τρεις Θεσσαλονικείς συμπεριλαμβάνονται σε ένα υπουργικό συμβούλιο 64 προσώπων.
Αντιθέτως, η φτώχεια, η ανεργία, η υποαπασχόληση και η αίσθηση αδιεξόδου πρυτανεύουν. Οι θεωρίες συνωμοσίας και ο ανορθολογισμός κυριαρχούν, αυτό άλλωστε φάνηκε και επί πανδημίας. Τα σημαντικά έργα λείπουν, αναβάλλονται ή καθυστερούν, με τρανταχτό παράδειγμα το μετρό. Στις εθνικές εκλογές, τα κόμματα εκτός βουλής σημείωσαν ρεκόρ στη Θεσσαλονίκη, κάτι που δηλώνει ότι η εμπιστοσύνη του κόσμου στο σύστημα είναι χαμηλή. Έτσι μέρος των νέων ανδρών βρίσκει καταφύγιο στον οπαδισμό, και η πιο λούμπεν μερίδα από αυτούς στη βία.
Τι μπορεί να γίνει
Είναι πολύ δύσκολο να προτείνουμε γρήγορες και συγκεκριμένες λύσεις σε ένα θέμα τόσο βαθύ και οριζόντιο. Μια εύκολη αρχή θα ήταν ο περιορισμός της ισχύος των οπαδικών συνδέσμων. Αλλά αυτός έχει ήδη συμβεί σε μεγάλο βαθμό με την απαγόρευση μετακίνησης στα εκτός έδρας παιχνίδια και τον αποκλεισμό τους από τα περισσότερα ΜΜΕ. Από την άλλη, ακόμα και αν οι σύνδεσμοι εκλείψουν τυπικά, οι νεαροί οπαδοί θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως άτυπες ομάδες μέσα από τα σόσιαλ και άλλα δίκτυα. Οπότε το θέμα δεν είναι τόσο απλό.
Ένα άλλο βήμα θα μπορούσε να γίνει από τον πολιτικό, σωματειακό και δημοσιογραφικό κόσμο της πόλης. Αυτοί δεν θα πρέπει να αρκεστούν μόνο στην καταδίκη της βίας (εύκολο και αυτονόητο), αλλά να ρίξουν τη συνολική ένταση με τον λόγο και τις παρεμβάσεις τους. Υπάρχουν πολιτευτές, παράγοντες και δημοσιογράφοι που μιλούν και δρουν σαν τραμπούκοι, με προκλητικές αναρτήσεις στα σόσιαλ ή με σχόλια στα μικρόφωνα. Η τοξικότητα πρέπει να εκλείψει.Να μη θυσιάζονται τα πάντα στον βωμό των likes ή της ακροαματικότητας. Αυτό μπορεί να συμβεί πιο εύκολα από όσο νομίζουμε, αρκεί να δώσουν τον σωστό τόνο μερικά πρόσωπα με επιρροή.
Το κύμα αγανάκτησης και επαγρύπνησης που ξέσπασε μετά από τον θάνατο του Άλκη, είναι ελπιδοφόρο. Εκεί η πόλη έδειξε το καλύτερο δυνατό πρόσωπο. Άρθρα, εκδηλώσεις, αναρτήσεις στα σόσιαλ, ομιλίες, εκπομπές, πολιτικές παρεμβάσεις και ένα σωρό ακόμα αντιδράσεις έδωσαν ένα μαζικό χαρακτήρα στο μήνυμα «ποτέ ξανά». Μέχρι και η δικαιοσύνη αντιλήφθηκε αυτό το κύμα και καταδίκασε πρωτόδικα τους δολοφόνους με ισόβια ή πολυετείς καθείρξεις. Καμία επιείκεια και καμία διάθεση ανοχής. Η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να χτίσει πάνω σ’ αυτό το προηγούμενο και να διατηρήσει τα θετικά αντανακλαστικά της, με διαρκείς καμπάνιες σε όλα τα επίπεδα.
Τέλος, μια πιο θεσμική παρέμβαση θα μπορούσε να γίνει στον χώρο της εκπαίδευσης. Σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, θα μπορούσαν να μπουν στα σχολεία μερικά έκτακτα προγράμματα κατά της οπαδικής βίας, και γενικότερα κατά της βίας και της δαιμονοποίησης των αντιπάλων σε οποιονδήποτε χώρο. Ενδεχομένως, οι αθλητικοί σύλλογοι θα μπορούσαν να αναλάβουν, εκτός από τις προπονήσεις, να διδάξουν στα μέλη τους τις αξίες του αθλητισμού, προσκαλώντας παράλληλα τις οικογένειες τους σε σεμινάρια που στοχεύουν στην ενημέρωση αλλά και διαμόρφωση μιας πιο υγιούς σχέσης με τον αθλητισμό. Σε αυτά τα προγράμματαθα μπορούσαν να συνδράμουν οι δημοτικές αρχές, τα ιδρύματα και προσωπικότητες της πόλης. Φυσικά δεν περιμένουμε να γίνουν θαύματα, ωστόσο μια τέτοια εκπαιδευτική πρωτοβουλία σίγουρα θα μπορούσε να σπείρει σπόρους που στη συνέχεια θα φυτρώσουν και θα καρπίσουν στη νοοτροπία μερικών παιδιών.
*Ο Γιάννης Καραμήτσιος είναι Πρόεδρος του σωματείου «Θεσσαλονίκη 21ος αιώνας».
*Η Ευαγγελία Τζιάκα είναι μέλος του σωματείου «Θεσσαλονίκη 21ος αιώνας» και υποψήφια κοινοτική σύμβουλος με τον συνδυασμό «Ναι στη Θεσσαλονίκη» στην Ε’ Δημοτική Κοινότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Οι απόψεις των συγγραφέων είναι αυστηρά προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις των οργανισμών ή των παρατάξεων όπου ανήκουν.