Λέξεις: Γιάννης Καραμήτσιος- Μαρία Ζουρνά

Πάνω από 1.500 χαρακτηρισμένα διατηρητέα κτίρια του 19 ου και του 20 ου αιώνα υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μέρος τους ανήκει σε ιδιώτες, ενώ τα υπόλοιπα σε φορείς του δημοσίου και στους δήμους.

Στην ιδιοκτησία του Δήμου Θεσσαλονίκης ανήκουν περί τα 20 τέτοια κτίρια, όπως η Βίλλα Μπιάνκα, η Βίλλα Μορντώχ, η Βίλλα Πετρίδη (Αναγεννήσεως), η πρώην Κλινική Νεδέλκου (Αγιορείτικη Εστία), το Θεοφίλου 13 και το Κρίσπου στην Άνω Πόλη, αλλά και ιστορικά σχολεία όπως η Οικοκυρική Σχολή, το Α΄ Αρρένων και το Παράρτημά του, το Ε΄ Γυμνάσιο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά σύνολα
διατηρητέων που μαρτυρούν την οικονομική ευμάρεια και άνοδο της κοινωνικής δομής της πόλης στον Μεσοπόλεμο. Σύνολα διατηρητέων βρίσκουμε στον παραδοσιακό οικισμό της Άνω Πόλης, στα Λαδάδικα, στα μέτωπα της Εγνατίας και της Αριστοτέλους, στην περιοχή των Εξοχών (Βασ. Όλγας), στη Δυτική Είσοδο με τα μνημεία βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, στα παλιά Στρατόπεδα, και αλλού.

Τη Θεσσαλονίκη κοσμούν επίσης σπουδαία μεμονωμένα δημόσια κτίρια (Τελωνείο, Διοικητήριο, Βίλλα Αλλατίνι – πρώην Νομαρχία, Τράπεζες, Νοσοκομεία, Μουσεία, Αγορά Μοδιάνο κ.α.). Στην κάτω πόλη κυριαρχούν ο εκλεκτιστικός και ο νεοκλασικός ρυθμός, αλλά και η βυζαντινίζουσα μορφολογία. Στην Άνω Πόλη διασώζονται πολλές εξαιρετικές κατοικίες παραδοσιακής μακεδονικής αρχιτεκτονικής.

Εγκατάλειψη, κόστη και γραφειοκρατία

Με το πέρασμα του χρόνου, τα σωζόμενα κτίρια ταλαιπωρήθηκαν από χρήσεις και επεμβάσεις που αλλοίωσαν τις όψεις και το εσωτερικό τους. Η εγκατάλειψη πολλών από αυτά τα οδήγησε σε κατάσταση σοβαρής επικινδυνότητας και ετοιμορροπίας. Συχνά μετατρέπονται σε ανθυγιεινές εστίες, με τους περιοίκους να ζητούν την κατεδάφισή τους. Πολλά τα προβλήματα και οι δυσμενείς συνθήκες για την επιβίωσή τους: το υψηλό κόστος αποκατάστασης με μακρύ χρόνο απόσβεσης, οι αυστηροί όροι προστασίας και οι απαγορευτικές διατάξεις, το πολύπλοκο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η ασυνεννοησία των πολλών κληρονόμων, αλλά και η αδυναμία ή αδιαφορία της πολιτείας να στηρίξει ουσιαστικά την αρχιτεκτονική κληρονομιά.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα τέσσερα γειτονικά διατηρητέα στη Βασ. Όλγας, μεταξύ Π. Συνδίκα και Μπότσαρη: η Οικία Σάγια, ένα μικρό νεοκλασσικό αριστούργημα του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, το Chateau Mon Bonheur, ο χαρακτηριστικός κόκκινος πύργος, ιδιοκτησίας ιδρυμάτων και ιδιωτών, η νεοκλασική Οικία Μαρόκου, πρώην Αστυνομικό Τμήμα, και η Βίλλα Καπαντζή, νυν εκθετήριο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας. Τα δύο πρώτα έχουν αφεθεί στην τύχη τους από τους ιδιοκτήτες λόγω οικονομικής αδυναμίας ή άλλων αιτιών, ενώ τα άλλα δύο έχουν αποκατασταθεί με υποδειγματικό τρόπο και λειτουργούν με νέες συμβατές χρήσεις.

Εκτιμάται ακόμη ότι, σε ποσοστό άνω του 85%, τα ιστορικά κτίρια έχουν ανάγκη παρεμβάσεων αποκατάστασης, εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της λειτουργικότητας και της ενεργειακής τους απόδοσης. Είναι κατά κανόνα ενεργοβόρα, χρειάζονται στατική ενίσχυση, οι κοινόχρηστοι χώροι και οι χώροι υγιεινής βρίσκονται σε κακή κατάσταση, οι εσωτερικές τους εγκαταστάσεις (υδραυλικές, ηλεκτρολογικές) είναι κατεστραμμένες, ενώ τα προβλήματα συντήρησης και διαχείρισης είναι δυσεπίλυτα.

Παράγοντες για ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα και ανθεκτικότητα των πόλεων

Η αποκατάσταση των ιστορικών κτιρίων, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στρατηγική,
θεωρείται «Πράσινη Ανάπτυξη», καθώς συντελεί στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των
πόλεων απέναντι στην κλιματική αλλαγή, στην εξοικονόμηση των διαθέσιμων πόρων και τη
δημιουργία θέσεων εργασίας.

Η επανάχρηση του πλούσιου ιστορικού κτιριακού δυναμικού αποτελεί συνεπώς μια πολλά
υποσχόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα,. Τα σημαντικά αναπτυξιακά οφέλη που μπορεί
να αποφέρει η αξιοποίηση των διατηρητέων κτιρίων φάνηκαν κατά την άνθηση του Airbnb.Αρκετά κτίρια στο κέντρο ή στις παρυφές του, που ήταν εγκαταλελειμμένα και
χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, βιοτεχνικά εργαστήρια ή γραφεία, απέκτησαν νέα χρήση
και μετατράπηκαν σε επιπλωμένα διαμερίσματα και ξενοδοχεία-μπουτίκ.

Είναι αντιληπτό ότι επείγει, λόγω της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η νεότερη
αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης μας, ηλικίας 150 ετών ήδη, η ενεργοποίηση από την πολιτεία μιας εργαλειοθήκης καινοτόμων χρηματοοικονομικών μέσων για την τόνωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Σε αυτήν μπορούμε να αναφέρουμε:

  • ευνοϊκά φορολογικά μέτρα,
  • κατάργηση αντικινήτρων, όπως ο ΕΝΦΙΑ και η τροποποίηση της παλαιότητας,
  • επαναφορά της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης,
  • συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ),
  • χαμηλότοκα δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο και περίοδο χάριτος,
  • επιχορήγηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού,
  • πριμοδότηση για αγορά διατηρητέων για πρώτη κατοικία ή επαγγελματική στέγη χωρίς
    φόρο μεταβίβασης και κάλυψη της αξίας με άτοκο δάνειο.

Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης: ευκαιρία για τη Θεσσαλονίκη να λάμψει

Υπό το πρίσμα αυτό, η πρωτοβουλία του Υπουργείου Περιβάλλοντος με τον τίτλο «ΔΙΑΤΗΡΩ» επείγει να υλοποιηθεί το ταχύτερο, κατά τα πρότυπα του προγράμματος «ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ». Κομβικό ρόλο θα μπορούσαν να παίξουν εδώ οι κεντρικοί δήμοι, αναλαμβάνοντας τη δημιουργία one-stop- shop για την εξυπηρέτηση και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στους ενδιαφερόμενους, και τον εντοπισμό και ενημέρωση των ιδιοκτητών.

Παράλληλα, ξεκινώντας από την αξιοποίηση των πόρων υπέρ της αναβίωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, όπως το ειδικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα του Πράσινου Ταμείου, οι Δήμοι μπορούν να δείξουν την ευαισθησία τους και να προχωρήσουν στην αποκατάσταση των διατηρητέων που τους ανήκουν. Θα μπορούσαν να τα καταστήσουν επισκέψιμα και, γιατί όχι, προσοδοφόρα ως χώρους φιλοξενίας εκδηλώσεων. Αυτό συμβαίνει σε πολλές πόλεις της Ευρώπης.

Η τοπική αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να αναλάβει και άλλες πρωτοβουλίες, όπως:

  • δημιουργία ενός ειδικού ταμείου για τα διατηρητέα της πόλης,
  • μείωση δημοτικών τελών για τους ιδιοκτήτες, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα,
  • θέσπιση μιας εφάπαξ συμβολικής εισφοράς,
  • επιδότηση της επανάχρησης για κατοικία,
  • οικονομική επιβράβευση για υποδειγματικές αποκαταστάσεις,
  • σήμανση των διατηρητέων κτιρίων με δίγλωσσες πινακίδες πληροφόρησης,
  • διοργάνωση εκδηλώσεων και επισκέψεων στα κτίρια αυτά.

Η αναβίωση του ιστορικού αποθέματος, μέσα από μια ενιαία προσπάθεια προβολής και
αξιοποίησης, θα δώσει ανάσα ζωής στην οικονομία, τον τουρισμό και το ηθικό των κατοίκων της πόλης. Ένα γενναίο πρόγραμμα ανακαίνισης μιας σειράς διατηρητέων στη Θεσσαλονίκη, θα κάνει την πόλη να λάμψει. Ας σκεφτούμε όλη τη σειρά των παλιών αρχοντικών στη Βασιλίσσης Όλγας ή στην Αρετσού. Το ίδιο ισχύει για όλα τα κτίρια – αριστουργήματα που δεσπόζουν από το κέντρο μέχρι την Άνω Πόλη.

Ένα τέτοιο σχέδιο θα οδηγήσει στην πλήρη αναμόρφωση της εικόνας ιδίως του κέντρου της πόλης, στην εξυγίανση και την απομάκρυνση εστιών μόλυνσης, εγκληματικότητας και υποβάθμισης, αλλά και την ανάδειξη της πόλης ως τουριστικού προορισμού.

Ως αδιάσειστα τεκμήρια της ιστορικής μνήμης της πόλης, τα κτίρια αυτά δεν «ανήκουν» μόνο στους ιδιοκτήτες τους, αλλά και στην πόλη την ίδια. Επομένως η προστασία, διάσωση και επανάχρησή τους υπερβαίνει το ιδιωτικό πλαίσιο και αποτελεί υποχρέωση και αρμοδιότητα ευρύτερα της κοινωνίας και του κράτους.

*Ο Γιάννης Καραμήτσιος είναι Πρόεδρος του σωματείου “Θεσσαλονίκη 21ος αιώνας”. Η Μαρία Ζουρνά είναι αρχιτέκτων του Δήμου Θεσσαλονίκης