το άρθρο αποτελεί μέρος μιας σειράς κειμένων του συγγραφέα με θέμα «Θεσσαλονίκη, 21ος αιώνας»

Το Σέιχ Σου είναι το περιαστικό δάσος και ο πνεύμονας της Θεσσαλονίκης. Η ονομασία σημαίνει στα τουρκικά «νερό του Σεΐχη» και προήλθε από τη βρύση που υπήρχε σε μουσουλμανικό νεκρικό μνημείο. Ο ποιητής Γεώργιος Βαφόπουλος πρότεινε κάποτε στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης την ονομασία Κεδρηνός Λόφος, η οποία όμως δεν καθιερώθηκε ευρέως.

Η περιοχή ήταν από παλιά δασώδης, ωστόσο στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε αποψιλωθεί για ναυπηγήσεις και λόγω των αναγκών των κατοίκων σε ξυλεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο άρχισε εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις που διήρκησαν για πολλά χρόνια και έφτασαν μέχρι τα πέντε εκατομμύρια δένδρα. Η έκταση του σήμερα είναι γύρω στα 30 χιλιάδες στρέμματα, με τα 23.500 να καλύπτονται από τεχνητό δάσος τραχείας πεύκης και κουκουναριάς.

Το νέο τοπίο μετά το 1997: η πυρκαγιά και το φλοιοφάγο σκαθάρι

Το 1997, πάνω από το μισό δάσος καταστράφηκε λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς εκείνου του καλοκαιριού. Ακολούθησαν εργασίες άμεσης αποκατάστασης, κυρίως από τις Δασικές Υπηρεσίες. Το 2003 η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης έκανε ένα περαιτέρω βήμα υλοποιώντας το έργο «Προστασία και Αναβάθμιση του Περιαστικού Δάσους Θεσσαλονίκης (Σέιχ-Σου)». Εκτελέστηκαν έργα αντιπλημμυρικής και αντιπυρικής προστασίας, ενίσχυσης της βλάστησης, καθώς και περιβαλλοντικών υποδομών.

Από το 2019, το δάσος του Σέιχ Σου έχει πληγεί από το φλοιοφάγο σκαθάρι tomicus piniperda, το οποίο επιτίθεται σε διάφορα είδη πεύκης. Πρόκειται για ένα παράσιτο που ευδοκιμεί σε όλη την Ευρώπη και η παρουσία του ενισχύεται σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας. Η επέκτασή του στο Σέιχ Σου είναι έκτοτε ραγδαία και οι εκτιμήσεις για τη συνολική ζημιά επαναπροσδιορίζονται διαρκώς. Τον Μάιο του 2020 οι αναφορές μιλούσαν για πληγείσα έκταση έως και 10 χιλιάδων στρεμμάτων, δηλαδή το ένα τρίτο του συνολικού δάσους. Μια τρομακτική καταστροφή, που πιθανόν θα ξεπεράσει και αυτήν της πυρκαγιάς του 1997.

Ο Πρόεδρος του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, κύριος Θεοχάρης Ζάγκας, χαρακτήρισε το πρόγραμμα αναδάσωσης μετά το 1997 μια χαμένη ευκαιρία. Αντί αυτή να ολοκληρωθεί βάσει ενός σωστού σχεδιασμού, φυτεύθηκε στο Σέιχ Σου ό,τι υπήρχε πρόχειρο στα φυτώρια: από τραχεία πεύκη μέχρι κυπαρίσσι Αριζόνας. Δεν ενισχύθηκε ιδιαίτερα η ποικιλία των ειδών, ενώ η πυκνότητα των δένδρων παρέμεινε υψηλή. Ως αποτέλεσμα, μειώθηκε η ανθεκτικότητά του δάσους σε μύκητες, έντομα και ανομβρία.

Προτάσεις για μια νέα στρατηγική

Είναι δύσκολο να υπερβάλουμε ως προς τη σημασία του Σέιχ Σου για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η προσφορά του ανεκτίμητη: προστασία από πλημμύρες, βελτίωση ποιότητας νερού, απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας και διοξειδίου του άνθρακα, καθαρισμός ατμόσφαιρας, όπως και φυσικά μοναδική ευκαιρία για αναψυχή και επαφή με τη φύση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για έναν αστικό ιστό που καλύπτεται μόνο κατά 4% από εκτάσεις πράσινου. Για αυτό η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, οι όμοροι Δήμοι, το Δασαρχείο και όλοι οι άλλοι φορείς θα πρέπει να συνεργαστούν σε έναν ορίζοντα πολλών ετών, ίσως και εικοσαετίας, για την αναβάθμισή του.

Το δάσος αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τραχεία πεύκη, κάτι που το κάνει ευάλωτο σε νέες επιδημίες ή πυρκαγιές. Συνεπώς, θα πρέπει τα πεύκα να αντικατασταθούν σταδιακά από νέα είδη, ανά κομμάτι ή ακόμα και συστάδα. Αυτό θα πρέπει να γίνει αργά και ίσως να χρειαστούν δύο δεκαετίες. Όλα τα δένδρα που έχουν προσβληθεί από το φλοιοφάγο έντομο να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν συντομότερα. Το δάσος καλό θα ήταν να αραιώσει λίγο, και για αυτό τα νέα είδη θα πρέπει να τοποθετηθούν σε μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους.

Προκειμένου να παραμείνει το δάσος περιαστικό και να διατηρήσει τη σύνδεσή του με άλλα φυσικά οικοσυστήματα, θα χρειαστεί να διατηρήσει την επαφή του με το δάσος του Χορτιάτη και τα δάση του Κουρί και του Φιλύρου. Για να συμβεί αυτό, θα ήταν ίσως χρήσιμο να εξεταστεί η υπογειοποίηση μέρος των δρόμων, για να διασφαλιστεί η συνέχεια της φύσης πάνω από αυτούς.

Έχει επίσης ενδιαφέρον μια πρόταση που παρουσιάστηκε πριν από μερικά χρόνια από τον κ. Μπλιώνη, δηλαδή να υπάρξει ένας τολμηρός σχεδιασμός «εισόδου» του δάσους στην πόλη. Αυτό θα σήμαινε σύνδεση της δασικής έκτασης με τη φυσική βλάστηση των χειμάρρων που διασχίζουν την πόλη, πεζογέφυρες στην Περιφερειακή Οδό, όπως και σύνδεση των πράσινων εκτάσεων των χειμάρρων με τους Κήπους του Πασά και το Καυταντζόγλειο.

Τα μονοπάτια θα πρέπει να καθαρίζονται τακτικά και, όπου δυνατόν, να γίνονται πλατύτερα για την προστασία του δάσους από ασθένειες και πυρκαγιές. Το δίκτυο από κάμερες παρακολούθησης, που έχει ήδη εγκατασταθεί, να επεκταθεί. Η ομάδα εθελοντών που δραστηριοποιείται στο δάσος από το 1999, θα μπορούσε να δουλέψει σε αυτό το θέμα.

Τέλος, θα ήταν σημαντικό να μετατραπεί το δάσος σε μέρος της ζωής των κατοίκων της πόλης. Οι τοπικές αρχές θα πρέπει να οργανώσουν προγράμματα αναψυχής, άσκησης και πεζοπορίας, σε συνεργασία με περιβαλλοντικούς συλλόγους. Για παράδειγμα θα ήταν εφικτό, κάθε Σαββατοκύριακο, να οργανώσουν οι Δήμοι περιπάτους στα μονοπάτια, συνδυασμένους με επιμόρφωση του κοινού στα φυτικά είδη. Το μήνυμα θα ήταν σαφές: η άσκηση και η επαφή με τη φύση ωφελούν την υγεία και την ποιότητα ζωής. Τα αδέσποτα σκυλιά, που ειδικά στο δάσος σχηματίζουν επικίνδυνες αγέλες, θα χρειαστεί οπωσδήποτε να απομακρυνθούν.

Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά; Όσο γραφειοκρατικό και αν ακούγεται, θα χρειαστεί ένας συντονιστικός φορέας που θα αποτελείται από την Περιφέρεια, τους Δήμους, τις περιβαλλοντικές και φιλοζωικές οργανώσεις και χορηγούς που θα ήθελαν να ενισχύσουν. Το δάσος αυτό είναι ο οικολογικός θησαυρός της πόλης. Στον αιώνα της κλιματικής αλλαγής, οι πόλεις θα είναι πράσινες ή θα μαραζώσουν. Θα πρέπει λοιπόν να αξιοποιήσουμε το Σέιχ Σου με στρατηγικό σχεδιασμό, συγκεκριμένη φιλοσοφία και συνεπή δράση.