Άρθρο των Μαρία Ζουρνά και Γιάννη Καραμήτσιου για τους παιδικούς σταθμούς – Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στη Θεσσαλονίκη και τι μπορεί να γίνει
Μαρία Ζουρνά και Γιάννης Καραμήτσιος*
Στον Δήμο Θεσσαλονίκης λειτουργούν σήμερα 25 Παιδικοί Σταθμοί, όπου κάθε χρόνο φιλοξενούνται περίπου 1.600 παιδιά (200 βρέφη και 1.400 νήπια). Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει την ευθύνη λειτουργίας για 15 από αυτούς, το νομικό πρόσωπο ΟΒΡΕΠΟΜ (Οργανισμός Βρεφονηπιακής Παιδικής και Οικογενειακής Μέριμνας Δήμου Θεσσαλονίκης) διαχειρίζεται εννιά και ένας ακόμη φιλοξενείται από το Δημοτικό Βρεφοκομείο «Άγιος Στυλιανός». Μόνο 16 από τους 25 στεγάζονται σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, ορισμένες από τις οποίες δεν πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας.
Η γεωγραφική τους κατανομή έγινε μάλλον τυχαία. Χαρακτηριστικά, η 1η Δημοτική Κοινότητα (το κέντρο) διαθέτει μόνο ένα παιδικό σταθμό, ο οποίος στεγάζεται σε όροφο κτιρίου γραφείων χωρίς αυλή. Το ίδιο συμβαίνει στην πυκνοκατοικημένη συνοικία Χαριλάου που διαθέτει μόνο ένα παιδικό σταθμό σε ένα ισόγειο πολυκατοικίας. Δύο παιδικοί σταθμοί βρίσκονται εκτός πόλης, στα Λουτρά Θέρμης και στο Πανόραμα. Χαμηλή έως καθόλου εξυπηρέτηση παρουσιάζουν αρκετές πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως της άνω Τούμπας, της Αγίας Τριάδας, του Ιπποκρατείου και της Άνω Πόλης.
Αυτά τα δεδομένα δεν θεωρούνται σε καμία περίπτωση ικανοποιητικά για έναν μητροπολιτικό Δήμο 360 χιλιάδων κατοίκων, και για την καρδιά ενός πολεοδομικού συγκροτήματος με περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους. Υπολογίζεται ότι μόνο στον Δήμο Θεσσαλονίκης πρέπει να καλύπτονται ετησίως οι ανάγκες περίπου 4.000 παιδιών ηλικίας έως τεσσάρων ετών. Δηλαδή όλοι μαζί οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί, κατάλληλοι ή λιγότερο κατάλληλοι, καλύπτουν μόλις το 40% των αναγκών του πληθυσμού του Δήμου Θεσσαλονίκης. Προφανώς για τα 2.400 νήπια που δεν βρίσκουν θέση στους υφιστάμενους δημοτικούς σταθμούς, η λύση είναι η εγγραφή σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς, ή η φύλαξη στο σπίτι, με την ανάλογη οικονομική επιβάρυνση της οικογένειας.
Επίσης στη Θεσσαλονίκη, και παρά τις τρομακτικές ελλείψεις, συνέβησαν σημαντικές απώλειες θέσεων. Αφήσαμε και έκλεισε ο δημοτικός παιδικός σταθμός που λειτουργούσε στην Α΄ προβλήτα. Δεν λειτούργησε ποτέ ο παιδικός σταθμός που προβλέφθηκε στο ισόγειο του νέου Δημαρχείου. Χάθηκαν οικόπεδα που θα ήταν κατάλληλα για τη χρήση αυτή εξαιτίας της κατάληψης τους από σταθμούς του μετρό. Ακόμα χειρότερα: ανεχόμαστε, ως λύση ανάγκης, να στεγάζονται πολλοί δημοτικοί παιδικοί σταθμοί σε μισθωμένα ανώγεια, σε πρώην καταστήματα, σε ισόγεια πολυκατοικιών, με περιορισμένες ή καθόλου δυνατότητες αυλισμού σε κατάλληλο υπαίθριο χώρο, και με πολλές υποχωρήσεις στις συνθήκες λειτουργίας τους.
Η σημασία και η χρηματοδότηση των παιδικών σταθμών
Οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί αποτελούν εξαιρετικά σημαντική κοινωνική υπηρεσία για τις οικογένειες. Η διάθεση επαρκών και άρτιων βρεφονηπιακών σταθμών αποτελεί τον πυλώνα για ομαλή οικογενειακή ζωή, επαγγελματική πρόοδο των γονέων, δημογραφική άνοδο και ομαλή ενσωμάτωση των παιδιών στην κοινωνία. Βρίσκεται μεταξύ των σημαντικότερων κριτηρίων για την εγκατάσταση νέων νοικοκυριών στην πόλη μας και συνιστά βασική προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή στην αγορά εργασίας των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Τέλος, θεωρείται μια από τις κύριες υποχρεώσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης έναντι των πολιτών, ιδιαίτερα αυτών με χαμηλά εισοδήματα.
Καθώς τόσο η γυναίκα όσο και ο άντρας έχουν δικαίωμα στη δουλειά, ο παιδικός σταθμός αποτελεί αναντίρρητη ανάγκη για τη σύγχρονη «πυρηνική» οικογένεια, αυτή δηλαδή που δεν έχει γιαγιάδες και παππούδες διαθέσιμους σε καθημερινή βάση, όπως σε άλλες εποχές. Παράλληλα όμως ο παιδικός σταθμός είναι αναγκαίος και για τη σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού και την ομαλή κοινωνικοποίησή του.
Οι βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί δεν εμπίπτουν στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Για αυτόν τον λόγο δεν χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά από το Υπουργείο Εσωτερικών μέσω των δήμων. Είναι όμως δικαιούχοι συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Οι πόροι τους είναι οι επιχορηγήσεις και κάθε είδους παροχές που δίδονται από το κράτος ή από οποιοδήποτε οργανισμό, η ετήσια τακτική επιχορήγηση και κάθε έκτακτη επιχορήγηση του οικείου ΟΤΑ (Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης) προς αυτό, οι κάθε είδους προσφορές, δωρεές, κληρονομιές και κληροδοτήσεις, οι πρόσοδοι από την περιουσία τους, όπως και οι εισπράξεις από τροφεία.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Για να επανέλθουμε στον Δήμο Θεσσαλονίκης, έχουμε τη γνώμη ότι χρειάζεται να επικαιροποιηθεί και να μελετηθεί συνολικά όλο το φάσμα παροχής υπηρεσιών προς την οικογένεια και το παιδί. Αυτό πρέπει να συμπεριλάβει τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα ολοήμερα προνήπια, νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, τις εξωσχολικές και θερινές εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όπως και τα κέντρα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών.
Όλες οι παραπάνω υφιστάμενες δομές θα μπορούσαν να τεθούν κάτω από ένα οργανισμό ή νομικό πρόσωπο του Δήμου. Αυτό θα ενοποιούσε τα επιμέρους διαφορετικά οργανωτικά σχήματα, με εξοικονόμηση πόρων και εξορθολογισμό του διαχειριστικού κόστους.
Θα μπορούσε κανείς, μέσα από ένα συνολικό και μακρόπνοο επιχειρησιακό προγραμματισμό, να προβεί σε μέτρα όπως:
– σταδιακό διπλασιασμό του αριθμού των δημοτικών παιδικών σταθμών, ούτως ώστε να στεγαστούν τουλάχιστον 3 χιλιάδες παιδιά σε σχέση με τα 1600 που φιλοξενούνται σήμερα
– επαναξιολόγηση και ριζική αναβάθμιση όλων των εγκαταστάσεων,
– οι πλέον ακατάλληλοι σταθμοί να κλείσουν και να αντικατασταθούν από νέους με μεγαλύτερο χώρο και οπωσδήποτε δυνατότητα αυλισμού
– να εξεταστεί η εγκατάσταση νέων σταθμών σε ανεκμετάλλευτες δημόσιες εκτάσεις, όπως του Παπαφείου, της Ναυτικής Διοίκησης, ή οικόπεδα της Πρόνοιας. Να εξεταστεί επίσης η εγκατάσταση σταθμών στους μεγάλους χώρους του Α.Π.Θ., της ΔΕΘ, του ΟΛΘ, των νοσοκομείων, και όπου αλλού υπάρχει η δυνατότητα για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του πολυάριθμου προσωπικού αυτών των οργανισμών,
– να διεξαχθεί επιστημονικός επανασχεδιασμός των παιδαγωγικών προγραμμάτων, του διατροφολογίου και της ιατρικής -αναπτυξιακής παρακολούθησης των παιδιών,
– να επαναξεταστεί το ωράριο λειτουργίας. Να μετατραπεί σε πιο ευέλικτο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες των εργαζόμενων γονέων, καλύπτοντας και τα διαστήματα που οι παιδικοί σταθμοί είναι κλειστοί ενώ οι γονείς εργάζονται,
– να προσληφθεί σταθερό προσωπικό, κατά προτίμηση με μόνιμες συμβάσεις απασχόλησης και όχι ορισμένου χρόνου,
– και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, απαλλαγή από τροφεία για τις κατηγορίες των ευάλωτων οικογενειών, όπως και μείωση των τροφείων για τις υπόλοιπες οικογένειες ενόψει και των συνεπειών της πανδημίας.
Όλα αυτά βεβαίως δεν μπορούν να γίνουν αμέσως και ούτε δωρεάν. Θα χρειαστούν οικονομικοί πόροι και σχεδιασμός, ίσως σε βάρος άλλων δαπανών. Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία θέματα κοινωνικής πολιτικής στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Αν θέλουμε να δώσουμε μια ώθηση στη δημογραφική ανάπτυξη, την επαγγελματική πρόοδο των νέων γονέων και την εν γένει ποιότητα ζωής των παιδιών, το πρόγραμμα αυτό θα αποτελούσε μία από τις πιο σημαντικές επενδύσεις για την τοπική κοινωνία.
* Η Μαρία Ζουρνά, αρχιτέκτων, μετά από 31 χρόνια υπηρεσίας στο Δήμο Θεσσαλονίκης, είναι σήμερα Διευθύντρια Ανάπτυξης του Μετρό Θεσσαλονίκης. Ο Γιάννης Καραμήτσιος είναι ιδρυτικό μέλος του σωματείου “Θεσσαλονίκη – 21ος αιώνας”.
Πηγή: https://www.voria.gr/article/thessaloniki-pediki-stathmiena-mizon-kinoniko-thema-pos-na-to-antimetopisoume