(το άρθρο αποτελεί μέρος μιας σειράς κειμένων του συγγραφέα με θέμα «Θεσσαλονίκη, 21ος αιώνας»)

Πριν από λίγα χρόνια είχα κολλήσει με το ταξί σε ένα μποτιλιάρισμα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ήταν στην Ερμού, στο ύψος της Καρόλου Ντηλ. Ο ταξιτζής τα έβαλε αμέσως με τον Μπουτάρη: «Τι την ήθελε την πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας; Ποιον ρώτησε προτού την κάνει; Εμάς πάντως τους οδηγούς, δεν μας ρώτησε».

Το ίδιο ακριβώς είχα ακούσει από έναν άλλον ταξιτζή επί εποχής Παπαγεωργόπουλου για την ανάπλαση της νέας παραλίας. «Ποιον ρώτησε;». Η συζήτηση γίνεται ξανά επίκαιρη τώρα που σχεδιάζεται η επέκταση της πεζοδρόμησης της οδού Αγίας Σοφίας μέχρι την παραλία. Το ερώτημα αυτό των ταξιτζήδων («ποιος ρωτήθηκε;»), αν και διατυπωμένο εν θερμώ, μού έχει μείνει ως κεφαλαιώδες. Οι πολίτες εκτιμούν τις αρχές της διαβούλευσης και άμεσης δημοκρατίας πιο έντονα στα θέματα της καθημερινότητάς τους παρά στα μεγάλα ζητήματα εθνικού επιπέδου.

Ωστόσο στην Ελλάδα απουσιάζει η παράδοση των τοπικών δημοψηφισμάτων ή έστω της οργανωμένης διαβούλευσης προτού ληφθούν αποφάσεις όπως πεζοδρομήσεις, αναπλάσεις χώρων, έναρξη έργων υποδομής, ονοματοδοσία τοπoθεσιών, ρυθμίσεις κυκλοφορίας κ.ο.κ. Ως πολίτης της Θεσσαλονίκης θα ήθελα να ενταχθούν αυτές οι διαδικασίες στην ρουτίνα της δημόσιας ζωής της πόλης. Το ίδιο επιθυμώ και ως ιδρυτικό μέλος της Alliance 4 Europe (Συμμαχία για την Ευρώπη), μία νέα πανευρωπαϊκή οργάνωση ενεργών πολιτών που συστήθηκε στο Μόναχο το 2018 και αποσκοπεί στην προώθηση των αρχών της δημοκρατίας, της κοινωνίας των πολιτών, του κράτους δικαίου και των εν γένει ευρωπαϊκών αξιών.

Έξι κανόνες Για να είναι ένα τοπικό δημοψήφισμα πετυχημένο και ουσιαστικό, θα πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Θα τις εξετάσουμε εδώ υπό την μορφή έξι βασικών κανόνων, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας. Κανόνας πρώτος: το δημοψήφισμα πρέπει να αφορά σημαντικά θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δήμου. Η πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας ανήκει σε αυτά τα θέματα, επειδή αφορά την ζωή και μετακίνηση χιλιάδων κατοίκων και διερχομένων από το κέντρο. Αντιθέτως, ζητήματα όπως η ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης ή εθνικά θέματα δεν έχουν σχέση με το πεδίο δράσης ενός Δήμου και δεν είναι κατάλληλα για τοπικά δημοψηφίσματα. Συνήθως εξυπηρετούν την ματαιοδοξία ή την προβολή όσων τα εγείρουν, αλλά δεν προσφέρουν καμία πρακτική λύση στους πολίτες που θα κληθούν να απαντήσουν.

Κανόνας δεύτερος: το ερώτημα του δημοψηφίσματος πρέπει να είναι συγκεκριμένο και ουσιαστικό, και όχι αφηρημένο ή παραπλανητικό. Η πιο συγκεκριμένη διατύπωση ερωτήματος είναι αυτή που ζητάει μια απάντηση «Ναι» ή «Όχι» (π.χ. «να πεζοδρομηθεί η οδός Αγίας Σοφίας από το ύψος της ομώνυμης πλατείας μέχρι την Τσιμισκή ή την παραλία»;). Σε άλλες περιπτώσεις, το ερώτημα θα μπορούσε να προσφέρει απαντήσεις πολλαπλών επιλογών, όπως για παράδειγμα: «Ποια από τις παρακάτω τρεις ή τέσσερις ονομασίες θα θέλατε να δοθεί στο νέο πάρκο;». Η διατύπωση του ερωτήματος γίνεται δυσκολότερη όταν αυτό αφορά σχέδια ανάπλασης ή επιλογή ενός πρότζεκτ υποδομών. Στην περίπτωση της νέας παραλίας, ο Δήμος θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο ανάπλασης και να ρωτήσει τον κόσμο αν συμφωνεί ή όχι. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να παρουσιάσει δύο ή περισσότερα σχέδια και ζητήσει από τους πολίτες να διαλέξουν ένα. Ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιου είδους δημοψηφίσματα θα απαιτούσαν αρκετή προεργασία και εξοικείωση του κόσμου με ίσως σύνθετες λεπτομέρειες, και για αυτόν τον λόγο δεν ενδείκνυνται πάντα για λήψη αποφάσεων με αυτόν τον τρόπο.

Το ερώτημα του δημοψηφίσματος, πέραν του ότι πρέπει να είναι συγκεκριμένο, χρειάζεται να αντανακλά και μια ουσιαστική αντιπαράθεση απόψεων, στην οποία το δημοψήφισμα καλείται να προσφέρει μια διέξοδο. Το ερώτημα «Ναι» ή «Όχι» στην πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, επειδή παρουσιάζει δύο διαφορετικές πολιτικές επιλογές με αντικρουόμενες απόψεις και διαφορετικές υλικές συνέπειες για την τοπική κοινωνία. Αντιθέτως, τα ρητορικά ερωτήματα με αυτονόητες απαντήσεις (π.χ. «θέλετε μια καθαρότερη πόλη»;) πρέπει να αποφεύγονται. Στην περίπτωση αυτή, η εύλογη απάντηση «Ναι» δεν θα πρόσφερε κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, θα αποτελούσε αντικείμενο χειραγώγησης και θα εξυπηρετούσε την υστεροβουλία της δημοτικής αρχής που θα το έθετε.

Κανόνας τρίτος: Το δημοψήφισμα να διεξάγεται έπειτα από οργανωμένη διαβούλευση. Αυτή είναι ίσως η πιο απαιτητική προϋπόθεση. Το δημοψήφισμα πρέπει να αναγγέλλεται τουλάχιστον τρεις μήνες πριν την διεξαγωγή του και να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο μήνες δημόσιας διαβούλευσης με οργανωμένη συζήτηση. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει να αναδεικνύει τις θέσεις των ενδιαφερόμενων πλευρών και τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα της κάθε επιλογής για όλη την τοπική κοινωνία. Επίσης πρέπει να περιλαμβάνει την δημιουργία επίσημων επιτροπών καμπάνιας υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής, προκειμένου να ενημερώσουν το κοινό για τις θέσεις τους με πιο συστηματικό τρόπο. Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, για παράδειγμα, η δημόσια συζήτηση θα ήταν καλό να παρουσιάσει το οικονομικό κόστος του έργου, την πηγή της χρηματοδότησής του, τις απόψεις των καταστηματαρχών της περιοχής, τις επιπτώσεις της πεζοδρόμησης στο κυκλοφοριακό, την αύξηση ή μείωση της ρύπανσης και της ηχορύπανσης, τα οικονομικά και αισθητικά μειονεκτήματα ή οφέλη, και ούτως καθεξής. Μία ιστοσελίδα του Δήμου θα πρέπει να παρουσιάσει μια σύνοψη των βασικών επιχειρημάτων, όπως και τα πορίσματα της σχετικής μελέτης που θα έχει εκπονήσει. Το ίδιο θα πρέπει να κάνουν το δημοτικό ραδιόφωνο και η δημοτική τηλεόραση, όπως και τα υπόλοιπα μέσα. Οι δημότες και φορείς των γειτονικών Δήμων (π.χ. Καλαμαριάς, Πυλαίας – Χορτιάτη, Θέρμης, κλπ) θα πρέπει να συμμετάσχουν επίσης στην διαβούλευση, επειδή κάθε σημαντική παρέμβαση στο κέντρο της πόλης επηρεάζει και την δική τους μετακίνηση, εργασία και ζωή γενικότερα. Κανόνας τέταρτος: Τα δημοψηφίσματα να είναι ηλεκτρονικά. Προτείνουμε την ηλεκτρονική διεξαγωγή, επειδή η κλασσική διεξαγωγή με τα εκλογικά τμήματα, τις εφορευτικές επιτροπές, τις κάλπες και την καταμέτρηση κοστίζουν πολύ σε προσωπικό, χρόνο και χρήμα. Οι Δήμοι δεν διαθέτουν τους πόρους για τόσο μεγάλα εγχειρήματα. Έτσι, προτείνουμε ο κάθε δημότης να διαθέτει έναν προσωπικό κωδικό που θα παραλαμβάνει αυτοπροσώπως από την αρμόδια δημοτική υπηρεσία. Με αυτόν τον κωδικό θα μπαίνει στην ειδική ιστοσελίδα του δημοψηφίσματος και θα ψηφίζει την επιλογή του/της. Η ψηφοφορία καλό είναι να διαρκέσει δύο μέρες (π.χ. Παρασκευή απόγευμα με Κυριακή απόγευμα) για να εξασφαλίσει μεγάλο αριθμό συμμετοχής. Το αποτέλεσμα θα ανακοινώνεται αμέσως μετά το κλείσιμο της ηλεκτρονικής κάλπης, δηλαδή νωρίς το βράδυ της Κυριακής.

Αναγνωρίζουμε δύο βασικά μειονεκτήματα σε αυτήν την διαδικασία: πρώτον, την πιθανή αποχή όσων δεν είναι εξοικειωμένοι με το διαδίκτυο και, δεύτερον, την πιθανότητα αλλοίωσης του αποτελέσματος από χάκερς. Το πρώτο μειονέκτημα θα ελαττώνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς στο εκλογικό σώμα θα προστίθενται ολοένα και περισσότεροι νέοι ψηφοφόροι που θα χειρίζονται άνετα το διαδίκτυο. Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι που θα έχουν δυσκολίες, θα μπορέσουν να ζητήσουν την βοήθεια κοντινών τους προσώπων που σίγουρα θα την προσφέρουν. Σε κάθε περίπτωση, τις δύο ημέρες του δημοψηφίσματος ο Δήμος θα μπορούσε να κρατήσει ανοιχτά μερικά γραφεία, στα οποία όποιος θέλει θα προσέρχεται για να ζητήσει την βοήθεια των δημοτικών υπαλλήλων και να ψηφίσει ηλεκτρονικώς επί τόπου. Όσο για την προστασία της ηλεκτρονικής διαδικασίας, αυτή θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με πολύ ισχυρά προγράμματα. Οι επικεφαλής των επιτροπών υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής του κάθε δημοψηφίσματος, θα μπορούν να έχουν πρόσβαση ως παρατηρητές στο κεντρικό σύστημα για να βεβαιωθούν για το αδιάβλητο της διαδικασίας. Υπάρχει η σχετική εμπειρία σε πολλές εκλογές του εξωτερικού. Κανόνας πέμπτος: Τα δημοψηφίσματα να διεξάγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Καλό θα είναι να σημειώνει ο Δήμος μία ημερομηνία τον χρόνο, ή ίσως και δύο (τελευταία Κυριακή του Μαίου ή και τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου), κατά τις οποίες θα διεξάγονται τα δημοψηφίσματα. Αυτό θα ήταν χρήσιμο για να αποκτήσει ο θεσμός περιοδικότητα, να ενταχθεί στην ρουτίνα της δημόσιας ζωής της πόλης και να εξοικειωθεί η τοπική κοινωνία μαζί τους. Κανόνας έκτος: Τα δημοψηφίσματα να είναι συμβουλευτικά και όχι δεσμευτικά.

Βάσει νόμου, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τις δεσμευτικές αποφάσεις για τον κάθε Δήμο της χώρας μας τις λαμβάνει το δημοτικό συμβούλιο. Το δημοψήφισμα, αν και όχι δεσμευτικό, θα έχει ειδικό πολιτικό βάρος, καθώς θα ανακοινώνει στο δημοτικό συμβούλιο την κεντρική οδηγία της τοπικής κοινωνίας για το εκάστοτε ερώτημα. Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, το δημοτικό συμβούλιο θα λάβει υπόψη του την απόφαση των πολιτών (Ναι ή Όχι στην πεζοδρόμηση). Αν αποφασίσει αντίθετα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, θα πρέπει να αιτιολογήσει τους λόγους για την απόκλισή του. Καλό θα ήταν να κάνουν το ίδιο και οι άλλες υπηρεσίες που πιθανόν είναι συναρμόδιες σε μερικά έργα, όπως για παράδειγμα η Περιφέρεια ή κάποια Υπουργεία. Τοπικά δημοψηφίσματα: εμπλουτισμός της δημοκρατίας και όχι εργαλεία διχασμού Έχει αναπτυχθεί σεβαστή επιχειρηματολογία κατά των δημοψηφισμάτων: αναιρούν τον χαρακτήρα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, είναι διχαστικά, συχνά διεξάγονται σε παραπλανητικό πλαίσιο, τα χρησιμοποιούν οι αρχές για να χειραγωγήσουν τους πολίτες, ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να κατανοήσει ή να επεξεργαστεί το σύνθετο αντικείμενό τους και γενικώς είναι ευάλωτα στο φαινόμενο του λαϊκισμού. Προτείναμε τους έξι παραπάνω κανόνες για να αποτραπούν ή έστω να μετριαστούν όλοι αυτοί οι κίνδυνοι. Όταν τα δημοψηφίσματα διεξάγονται με τρόπο οργανωμένο, νηφάλιο και ορθολογικό, προσφέρουν διέξοδο σε ακανθώδη θέματα και εμπλουτίζουν την δημοκρατία. Εντείνουν το ενδιαφέρον των πολιτών για τα τοπικά θέματα και τους βοηθούν να ενημερωθούν και να σκεφτούν ενεργότερα για την καθημερινότητά τους. Τους καθιστούν υπεύθυνους για την κατεύθυνση της πόλης τους και τούς εκπαιδεύουν ως ενεργούς πολίτες. Και, το πιο σημαντικό, δίνουν ζωή στην συνήθως υπνωτισμένη πολιτική ζωή των Δήμων και φέρνουν τα όργανά του σε δημιουργική αλληλεπίδραση με τους πολίτες. *Ο Γιάννης Καραμήτσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, αλλά από το 2006 ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες ως υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Θεσσαλονίκη, 100 μικρές ιστορίες», εκδόσεις IANOS, και συνιδρυτής της οργάνωσης Alliance 4 Europe. Οι απόψεις που παρουσιάζει στο κείμενο είναι προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.